- φιλοσυνουσιαστής
- ὁ, Ααυτός που τού αρέσει η συνουσία, η σαρκική επαφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + συνουσιαστής (< συνουσιάζω / -ομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσυνουσιαστήν — φιλοσυνουσιαστής fond of sexual intercourse masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)